- επιρροιβδώ
- ἐπιρροιβδῶ, -έω (Α) [ροιβδώ]1. (για κόρακα) κρώζω, βγάζω κρωγμό που προμηνύει βροχή2. (με σύστ. αιτ.) εξακοντίζω, κατευθύνω σε κάτι, βέλος με συριγμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιρροιζώ — ἐπιρροιζῶ, έω (Α) [ροιζώ] 1. έπιρροιβδώ 2. (με σύστ. αιτ.) αναγκάζω κάποιον με σφυρίγματα και φωνές να φύγει («καὶ τοιαύτας τῷδ’ ἐπιρροιζεῑς φυγάς», Αισχύλ.) 3. (για βέλος) κάνω θόρυβο, σφυρίζω («καὶ δόνακες γεγαῶτες ἐπερροίζησαν ὀϊστοί», Νόνν.)… … Dictionary of Greek